εὐθυμελγής

εὐθυμελγής
εὐθῠμελγής, ές,
A = νεήμελκτος, Aët.3.38.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευθυμελγής — εὐθυμελγής, ές (Α) μόλις, προ ολίγου αρμεγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + αμέλγω] …   Dictionary of Greek

  • εὐθυμελγοῦς — εὐθυμελγής masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”